- περιωτίς
- περιωτίς, ίδος, ἡ,A = ἀμφωτίς, Method. ap. EM93.14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιωτίς — ἡ, Α η αμφωτίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ωτίς, ίδος (< οὖς, ὠτός «αφτί»), πρβλ. παρ ωτίς] … Dictionary of Greek
περιωτίδες — περιωτίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)